ἀραιόσαρκος

ἀραιόσαρκος
ἀραιό-σαρκος [ᾰρ], ον,
A with porous, spongy flesh, Hp.Nat.Puer.21, Mul.1.1, Hices. ap. Ath.7.288c ([comp] Comp.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αραιόσαρκος — ἀραιόσαρκος, ον (Α) αυτός που έχει αραιή ή πλαδαρή σάρκα …   Dictionary of Greek

  • ἀραιόσαρκος — with porous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσαρκοτέρην — ἀραιόσαρκος with porous fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσαρκοτέρους — ἀραιόσαρκος with porous masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραιοσάρκοισι — ἀραιόσαρκος with porous masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”